- ζεφύρια
- ζεφύριοςof the Westneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζεφυρία — ζεφυρίᾱ , Ζεφυρίη the west wind fem nom/voc/acc dual ζεφυρίᾱ , Ζεφυρίη the west wind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ζεφυρίᾱ , ζεφυρίη the west wind fem nom/voc/acc dual ζεφυρίᾱ , ζεφυρίη the west wind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεφυρία — Ζεφυρίᾱ , Ζεφυρίη the west wind fem nom/voc/acc dual Ζεφυρίᾱ , Ζεφυρίη the west wind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεφυρία — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 224 κάτ.) της Μήλου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του όρμου της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Ζεφύρια — Ζεφύριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρίας — ζεφυρίᾱς , Ζεφυρίη the west wind fem acc pl ζεφυρίᾱς , Ζεφυρίη the west wind fem gen sg (attic doric aeolic) ζεφυρίᾱς , ζεφυρίη the west wind fem acc pl ζεφυρίᾱς , ζεφυρίη the west wind fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρίαν — ζεφυρίᾱν , Ζεφυρίη the west wind fem acc sg (attic doric aeolic) ζεφυρίᾱν , ζεφυρίη the west wind fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεφυρίας — Ζεφυρίᾱς , Ζεφυρίη the west wind fem acc pl Ζεφυρίᾱς , Ζεφυρίη the west wind fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεφυρίαν — Ζεφυρίᾱν , Ζεφυρίη the west wind fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
ζεφύριος — α, ο, (AM ζεφύριος, ον, Α θηλ. και ζεφυρία και ζεφυρῑτις και ζεφυρηΐς και ζεφυρίη) [ζέφυρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άνεμο ζέφυρο μσν. αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δύση, ο δυτικός αρχ. 1. (δοτ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοῑς… … Dictionary of Greek